- φλογομαραίνομαι
- Ν1. (για φυτά) μαραίνομαι υπό την επίδραση ηλιακού καύματος ή πυρκαγιάς2. μτφ. (για πρόσ.) εξασθενώ σταδιακά από το ερωτικό πάθος ή από αρρώστια.[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + μαραίνομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.